„λυσσασμένος“ λυσσασμένος [lisazˈmenos], λυσσασμένη, λυσσασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tollwütig tollwütig λυσσασμένος λυσσασμένος