„λυπώ“: μεταβατικό ρήμα λυπώ [liˈpo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) betrüben, traurig stimmen betrüben, traurig stimmen λυπώ θλίβω λυπώ θλίβω