„λυοφιλίωση“: θηλυκό λυοφιλίωση [liofiˈliosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gefriertrocknung Gefriertrocknungθηλυκό | Femininum, weiblich f λυοφιλίωση λυοφιλίωση