„λυκοτρίβολο“: ουδέτερο λυκοτρίβολο [likoˈtrivolo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feldsalat Feldsalatαρσενικό | Maskulinum, männlich m λυκοτρίβολο λυκοτρίβολο