„λυγμός“: αρσενικό λυγμός [liɣˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schluchzer Schluchzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m λυγμός λυγμός examples κλαίω με λυγμούς schluchzen κλαίω με λυγμούς