„Λουκέρνη“: θηλυκό Λουκέρνη [luˈkjerni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Luzern Luzernουδέτερο | Neutrum, sächlich n Λουκέρνη Λουκέρνη