λοσιόν
[loˈsjon]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lotionθηλυκό | Femininum, weiblich fλοσιόνλοσιόν
- Gesichtswasserουδέτερο | Neutrum, sächlich nλοσιόνλοσιόν
examples
- λοσιόν αυτομαυρίσματοςSelbstbräunerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λοσιόν προσώπουGesichtsmilchθηλυκό | Femininum, weiblich f
-