„λοξός“ λοξός [loˈksos], λοξή, λοξόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schräg, schief, krumm, schräg schräg, schief, krumm λοξός στραβός, πλάγιος λοξός στραβός, πλάγιος schräg λοξός χαρακτήρας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ λοξός χαρακτήρας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ