„Λονδρέζος“: αρσενικό Λονδρέζος [lonˈdrezos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Londoner Londonerαρσενικό | Maskulinum, männlich m Λονδρέζος Λονδρέζος