„λογοκλοπή“: θηλυκό λογοκλοπή [loɣokloˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Plagiat Plagiatουδέτερο | Neutrum, sächlich n λογοκλοπή λογοκλοπή