„λογοθεραπεία“: θηλυκό λογοθεραπεία [loɣoθeraˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Logopädie Logopädieθηλυκό | Femininum, weiblich f λογοθεραπεία λογοθεραπεία