„λογοδιάρροια“: θηλυκό λογοδιάρροια [loɣoðiˈaria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wortschwall Wortschwallαρσενικό | Maskulinum, männlich m λογοδιάρροια λογοδιάρροια