λογιστική
[lojistiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Logistikθηλυκό | Femininum, weiblich fλογιστική οικονομία | Wirtschaftοικονλογιστική οικονομία | Wirtschaftοικον
- Buchhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fλογιστική τήρηση βιβλίωνBuchführungθηλυκό | Femininum, weiblich fλογιστική τήρηση βιβλίωνλογιστική τήρηση βιβλίων