„λογιστήριο“: ουδέτερο λογιστήριο [lojisˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Buchhaltung Buchhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f λογιστήριο λογιστήριο