„λοβώδης“ λοβώδης [loˈvoðis], λοβώδης, λοβώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gelappt gelappt λοβώδης βοτανική | Botanikβοτ λοβώδης βοτανική | Botanikβοτ