λοβός
[loˈvos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schoteθηλυκό | Femininum, weiblich fλοβός βοτανική | Botanikβοτλοβός βοτανική | Botanikβοτ
examples
- λοβός αυτιούOhrläppchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- λοβός του εγκεφάλου ανατομία | AnatomieανατGehirnlappenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λοβός του πνεύμοναLungenflügelαρσενικό | Maskulinum, männlich m