λιτότητα
[liˈtotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schlichtheitθηλυκό | Femininum, weiblich fλιτότηταλιτότητα
- Genügsamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fλιτότητα χωρίς περιττές πολυτέλειεςλιτότητα χωρίς περιττές πολυτέλειες