„λιπόθυμος“ λιπόθυμος [liˈpoθimos], λιπόθυμη, λιπόθυμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bewusstlos, ohnmächtig bewusstlos, ohnmächtig λιπόθυμος λιπόθυμος