„λιοντάρι“: ουδέτερο λιοντάρι [ʎonˈdari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Löwe Löweαρσενικό | Maskulinum, männlich m λιοντάρι λιοντάρι