„λινός“ λινός [liˈnos], λινή, λινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leinen, Leinen- leinen, Leinen- λινός λινός examples λινό παντελόνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Leinenhoseθηλυκό | Femininum, weiblich f λινό παντελόνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n