„λιμπρέτο“: ουδέτερο λιμπρέτο [liˈbreto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Libretto, Textbuch Librettoουδέτερο | Neutrum, sächlich n λιμπρέτο Textbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n λιμπρέτο λιμπρέτο