„λιμοκτονώ“: αμετάβατο ρήμα λιμοκτονώ [limoktoˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verhungern verhungern λιμοκτονώ λιμοκτονώ