„λιλά“: επίθετο, ως επίθετο λιλά [liˈla]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lila lila(farben) λιλά λιλά „λιλά“: ουδέτερο λιλά [liˈla]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lila Lilaουδέτερο | Neutrum, sächlich n λιλά λιλά