„λιθόστρωτο“: ουδέτερο λιθόστρωτο [liˈθostroto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Steinpflaster Steinpflasterουδέτερο | Neutrum, sächlich n λιθόστρωτο λιθόστρωτο