„λιγόστεμα“: ουδέτερο λιγόστεμα [liˈɣostema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schmälerung Schmälerungθηλυκό | Femininum, weiblich f λιγόστεμα λιγόστεμα