„λιγδιασμένος“ λιγδιασμένος [liɣðiazˈmenos], λιγδιασμένη, λιγδιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) speckig speckig λιγδιασμένος λιγδιασμένος