„λιβανέζικος“ λιβανέζικος [livaˈnezikos], λιβανέζικη, λιβανέζικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) libanesisch libanesisch λιβανέζικος λιβανέζικος