„λιάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα λιάζομαι [ˈʎazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-στηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich sonnen sich sonnen λιάζομαι λιάζομαι