ληφθείς
[lifˈθis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- eingegangenληφθείς γράμμαληφθείς γράμμα
examples
- ληφθείσα επιστολήθηλυκό | Femininum, weiblich fEinsendungθηλυκό | Femininum, weiblich f