„ληξίαρχος“: αρσενικό και θηλυκό ληξίαρχος [liˈksiarxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Standesbeamter, Standesbeamtin Standesbeamterαρσενικό | Maskulinum, männlich m ληξίαρχος Standesbeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f ληξίαρχος ληξίαρχος