„λεωφόρος“: θηλυκό λεωφόρος [leoˈforos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Boulevard, Allee Boulevardαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεωφόρος Alleeθηλυκό | Femininum, weiblich f λεωφόρος λεωφόρος examples λεωφόρος πληροφοριών Datenautobahnθηλυκό | Femininum, weiblich f λεωφόρος πληροφοριών