„λευκόχρυσος“: αρσενικό λευκόχρυσος [lefˈkoxrisos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Platin Platinουδέτερο | Neutrum, sächlich n λευκόχρυσος χημεία | Chemieχημ λευκόχρυσος χημεία | Chemieχημ