„λευκοκύτταρο“: ουδέτερο λευκοκύτταρο [lefkoˈkjitaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leukozyt Leukozytαρσενικό | Maskulinum, männlich m λευκοκύτταρο λευκοκύτταρο