„Λεσόθο“: ουδέτερο Λεσόθο [leˈsoθo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lesotho Lesothoουδέτερο | Neutrum, sächlich n Λεσόθο Λεσόθο