„λεσβία“: επίθετο, ως επίθετο λεσβία [lesˈvia]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lesbisch lesbisch λεσβία λεσβία „λεσβία“: θηλυκό λεσβία [lesˈvia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lesbe Lesbeθηλυκό | Femininum, weiblich f λεσβία λεσβία