„λεπτόδερμος“ λεπτόδερμος [lepˈtoðermos], λεπτόδερμη, λεπτόδερμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dünnhäutig dünnhäutig λεπτόδερμος λεπτόδερμος