λεπτολογία
[leptoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Haarspaltereiθηλυκό | Femininum, weiblich fλεπτολογίαSpitzfindigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fλεπτολογίαλεπτολογία