„λεπιδωτός“ λεπιδωτός [lepiðoˈtos], λεπιδωτή, λεπιδωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schuppig schuppig λεπιδωτός λεπιδωτός