Greek-German translation for "λεξικό"

"λεξικό" German translation

λεξικό
[leksiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Wörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    λεξικό μιας γλώσσας
    λεξικό μιας γλώσσας
  • Lexikonουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    λεξικό εγκυκλοπαίδεια
    λεξικό εγκυκλοπαίδεια
examples
  • λεξικό ειδικής ορολογίας
    Fachwörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    λεξικό ειδικής ορολογίας
  • λεξικό ορισμών
    Bedeutungswörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    λεξικό ορισμών
  • λεξικό προφοράς
    Aussprachewörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    λεξικό προφοράς
  • hide examplesshow examples
ξενόγλωσσο λεξικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Fremdwörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ξενόγλωσσο λεξικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μεγάλο λεξικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Großwörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μεγάλο λεξικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: