„λεμφογάγγλιο“: ουδέτερο λεμφογάγγλιο [lemfoˈɣaŋglio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lymphknoten Lymphknotenαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεμφογάγγλιο λεμφογάγγλιο