λεμονόχορτο
[lemoˈnoxorto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zitronengrasουδέτερο | Neutrum, sächlich nλεμονόχορτο βοτανική | Botanikβοτ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρλεμονόχορτο βοτανική | Botanikβοτ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ