„λεμονόφλουδα“: θηλυκό λεμονόφλουδα [lemoˈnofluða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zitronenschale Zitronenschaleθηλυκό | Femininum, weiblich f λεμονόφλουδα λεμονόφλουδα