„λεμονόζουμο“: ουδέτερο λεμονόζουμο [lemoˈnozumo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zitronensaft Zitronensaftαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεμονόζουμο λεμονόζουμο