„λειψανοθήκη“: θηλυκό λειψανοθήκη [lipsanoˈθikji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schrein Schreinαρσενικό | Maskulinum, männlich m λειψανοθήκη λειψανοθήκη