„λειχήνα“: θηλυκό λειχήνα [liˈçina]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flechte Flechteθηλυκό | Femininum, weiblich f λειχήνα βοτανική | Botanikβοτ λειχήνα βοτανική | Botanikβοτ