„λεηλατώ“: μεταβατικό ρήμα λεηλατώ [leilaˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) plündern (aus)plündern λεηλατώ λεηλατώ