„λεβάντα“: θηλυκό λεβάντα [leˈvanda]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lavendel Lavendelαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεβάντα βοτανική | Botanikβοτ λεβάντα βοτανική | Botanikβοτ