λαχταρώ
[laxtaˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich sehnen (αιτιατική | Akkusativakk nach)λαχταρώ ποθώherbeisehnenλαχταρώ ποθώλαχταρώ ποθώ
- lechzen nachλαχταρώ οικείο | umgangssprachlichοικλαχταρώ οικείο | umgangssprachlichοικ
λαχταρώ
[laxtaˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ersehnenλαχταρώλαχταρώ
- erschreckenλαχταρώ τρομάζωλαχταρώ τρομάζω