„λαχανοπωλείο“: ουδέτερο λαχανοπωλείο [laxanopoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gemüseladen Gemüseladen λαχανοπωλείο λαχανοπωλείο