„λαφυραγωγός“: αρσενικό λαφυραγωγός [lafiraɣoˈɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Plünderer Plündererαρσενικό | Maskulinum, männlich m λαφυραγωγός λαφυραγωγός